(ἀγαπᾶν τινα Luc. - v. l. ἐπιμανῶς)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επινώς — ἐπινῶς (Α) επίρρ. (κατά το λεξικό Σούδα) λίαν (πιθ. εσφ. γραφή αντί ἐπιμανῶς σφοδρά, εμμανώς, με πάθος) … Dictionary of Greek
ἐπινῶς — ἐπί ἰνόω make strong and nervous pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)